Γράφει η Πόλυ Κρημνιώτη
Μεσίστιες οι σημαίες, τριήμερο εθνικό πένθος, μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα και ο κόσμος θρηνεί τον Μίκη. Τον Μίκη που με το τραγούδι έστελνε μήνυμα αφύπνισης και αντίστασης και ταυτόχρονα μια χειμαρρώδη δίοδο των συναισθημάτων. Πόσο περίεργο και πόσο κακόβουλο, αλήθεια, την ώρα που η χώρα βρίσκεται σχεδόν σε “κατάσταση πολιορκίας”, με την πανδημία και τα δεινά ενός συστήματος, αυτού του συστήματος που ο Μίκης βρέθηκε απέναντί του στις σκληρές μετεμφυλιακές δεκαετίες, να παραδίδεται ως ένδειξη πένθους η σιωπή των καλλιτεχνημάτων. Μα ο Μίκης δεν ήταν της σιωπής. Την τέχνη του πρόσφερε, αφειδώς και γενναιόδωρα. Με τη μουσική του τσάκιζε τη σιωπή. Βουβά δεν μπορείς να θρηνήσεις τον Μίκη. Το κάνουμε όμως κατά μόνας ή μαζεμένες μικρές παρέες σε σπίτια και βεράντες, σε μικρές παραλίες. Ένα βινύλιο, ένα cd, το Youtube στο κινητό. Βουβός ο δημόσιος χώρος την ώρα που θα έπρεπε να πάλλεται από τη “Ρωμιοσύνη”, τη “Δραπετσώνα”, τη “Μυρτιά”, το “Άσμα Ασμάτων”, την “Όμορφη πόλη”, το “Μαουτχάουζεν”, το “Δρόμοι παλιοί” και αυτή την άμμο της θάλασσας από τραγούδια που μας κληροδότησε. Σαν φάρσα ακούστηκε αυτή η “απόδοση τιμής”. Η απόλυτη αντίφαση, αλλά και η απόλυτη “αλήθεια” ενός συστήματος που δεν μπορεί να οραματιστεί από την τέχνη αλλά σπεύδει να τη σκυλέψει.
Μα ο Μίκης δεν ήταν της σιωπής. Πώς να είναι άλλωστε όταν “έψαχνε σε όλη του τη ζωή να βρει τον ήχο αυτής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα”, όπως τον ιχνογράφησε ο άλλος αγαπημένος απών Θάνος Μικρούτσικος;
Θα τον τραγουδήσουμε
Αύριο ξημερώνει Κυριακή. Θα φορέσουμε τα καλά μας ρούχα για να συναντήσουμε τον Μίκη στις δικές μας εκκλησίες. Εμείς τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε στα ανοιχτά θέατρα και στις πλατείες, εκεί που μας έμαθε να τον συναντάμε. Θα περίμενε κανείς οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί της χώρας, τουλάχιστον, να έχουν ετοιμάσει ήδη αυτή τη γιορτή. Ο Μίκης δεν μπορεί να πάει ατραγούδιστος. Θα τον τραγουδήσουμε στο τριήμερο λαϊκό προσκύνημα την Τρίτη, την Τετάρτη και την Πέμπτη. Θα τον αποχαιρετήσουμε την Πέμπτη στη Μητρόπολη Αθηνών. Θα ακουμπήσουμε το φέρετρό του για να πάρουμε δύναμη.
Την ώρα που η χώρα και ο κόσμος μας κυκλώνονται από τα θηρία της εποχής, την ώρα που αναζητούμε ξανά τις ψηφίδες της ταυτότητάς μας, η ατυχής συγκυρία θέλησε να φύγει ο δημιουργός που ήξερε να στηρίζει τους φτωχούς, τους πονεμένους, τους ηττημένους και από απόκληρους της δημόσιας σφαίρας να τους κάνει πρωταγωνιστές. Και να αποτελέσει κομβική ψηφίδα στην πνευματική ηγεμονία της ηττημένης τότε Αριστεράς.
Θα συνεχίσουμε να τον συναντούμε στους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Νερούντα, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη, του Βάρναλη. Και θα είναι εκεί που πάντα επιθυμούσε, στην πατρογονική γη. “Όταν φύγω, θα με βρίσκετε στις πορτοκαλιές και τις λεμονιές της Κρήτης”.
Πηγή: Αυγή